Τιμαγενης

Τιμαγενης
    Τιμαγένης
    Τῑμᾱγένης
    -ους ὅ Тимаген (уроженец Александрии, ритор и историк в Риме, друг Азиния Поллиона) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Τιμαγενης" в других словарях:

  • Τιμαγένης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τιμαγένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αλεξανδρινός ρήτορας και ιστορικός, που έζησε τον 1o αι. π.Χ. Το 55 π.Χ., συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Πομπήιο, ο οποίος τον έστειλε στη Ρώμη. Εκεί κατόρθωσε να απελευθερωθεί και να ιδρύσει ρητορική σχολή. Έγραψε ένα… …   Dictionary of Greek

  • Тимаген — (Τιμαγενης) греческий историк. Родился в Александрии, был взят в плен Помпеем и привезен в Рим, где учил вместе с Цецилием (см.). Он был некоторое время в милости у Августа; но так как злой язык его не щадил даже императора (Horat., Epist. I, 19… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ТИМАГЕН —    • Timagĕnes,          Τιμαγένης, родом из Александрии, попал в рабство к Фавсту Сулле, впоследствии жил в Риме учителем и написал много сочинений, большей частью исторического содержания. Quint. 10, 1, 75. Август, обиженный дерзкими речами Т …   Реальный словарь классических древностей

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»